- πίπτοντα
- πί̱πτοντα , πίπτωExc. ex libris Herodianipres part act neut nom/voc/acc plπί̱πτοντα , πίπτωExc. ex libris Herodianipres part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περίπηξις — ήξεως, ἡ, Α [περιπήγνυμι] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού περιπήγνυμι, το πήξιμο γύρω από κάτι («τά τε ὄρνεα ἁλίσκεται... παραχρῆμα πίπτοντα διὰ τὴν περίπηξιν τῶν ἁλῶν», Στράβ.) … Dictionary of Greek
πυρίβιος — και πυρόβιος, ον, Α 1. αυτός που ζει μέσα στη φωτιά ή κοντά στη φωτιά («πυρίβια ζῷα», Διογ. Λαέρ.) 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «πυρίβια, τὰ εἰς τὸ πῡρ πίπτοντα ζῳΰφια». [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι / πυρο (βλ. λ. πυρ) + βίος (πρβλ. νυκτί βίος, ορεσί βιος)] … Dictionary of Greek